- Διαδρόμου
- Διαδρόμηςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαδρόμου — διάδρομος running through masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Μεσαιωνικό Λεμεσού (Κύπρου) — Η παλαιότερη αναφορά του κάστρου της Λεμεσού, το 1228, αφορά κατά πάσα πιθανότητα ένα παλαιό βυζαντινό κάστρο ή κάποιο άλλο που το αντικατέστησε κατά την πρώιμη περίοδο της Φραγκοκρατίας. Τη σημερινή του μορφή έλαβε μετά την οριστική κατάληψη της … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνογραφικό Κύπρου (πρώην Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου) — Ιδρύθηκε το 1939 από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών. Η συλλογή του στεγάζεται σήμερα στο παλαιό Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο (πλατεία Αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ένα γοτθικό κτίριο του 15ου αι. με πολλές μεταγενέστερες προσθήκες, ένα τμήμα του οποίου είχε … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνογραφικό Πάφου (Κύπρου) — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα διώροφο αρχοντικό του 1894 (Έξω Βρύσης 1, Πάφος). Πρόκειται για ένα από τα πιο αξιόλογα δείγματα αστικής αρχιτεκτονικής του τέλους του 19ου αι. στην Πάφο, το οποίο αγοράστηκε το 1957 από το συλλέκτη Γ. Σ. Ηλιάδη, για… … Dictionary of Greek
κάνιον — Λέξη ισπανικής προέλευσης που σημαίνει διώρυγα. Στα αγγλικά (canyon) αποτελεί γεωγραφικό όρο που υποδηλώνει ένα βαθύ φαράγγι ποτάμιας διάβρωσης, με απόκρημνα τοιχώματα και βάθος μεγαλύτερο από 1.000 μ. Το κ. έχει το σχήμα διαδρόμου, συχνά… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Μουσείο Αντιβουνιώτισσας (Κερκύρας) — Το μουσείο μεταβυζαντινής τέχνης της Κέρκυρας –ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα εξέλιξης της εκκλησιαστικής ζωγραφικής κατά τη διάρκεια της μεταβυζαντινής περιόδου– λειτουργεί και πάλι από το 1994, μετά τη δεύτερη, τελική φάση αναστήλωσης του ναού… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Γουλανδρή (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1986 σε ιδιόκτητο κτίριο (Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Από το 1991 παραχωρήθηκε στο μουσείο ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας… … Dictionary of Greek
Μουσείο Χαρτονομισμάτων Ιονικής Τράπεζας (Κερκύρας) — Το μοναδικό στην Ελλάδα, και ένα από τα ελάχιστα του είδους του στον κόσμο, Μουσείο Χαρτονομισμάτων λειτουργεί από το 1981 στο ανακαινισμένο παραδοσιακό κτίριο του αρχιτέκτονα Ιωάννη Χρόνη, όπου το 1845 λειτούργησαν για πρώτη φορά τα γραφεία της… … Dictionary of Greek